δηναιός

δηναιός
δηναιός, -ή, -όν και δωρ. τ. δαναιός, -ά -όν (Α)
1. μακροχρόνιος, διαρκής
2. γέροντας
3. αρχαίος, παλαιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρήθηκε σύνθετη από τα δην και *αιFos, παράλληλο τ. τού αιών, πράγμα πιο πιθ. από την υπόθεση ότι προέρχεται από δην + (επίθημα) -αιος κατά τα αρχαίος, παλαιός κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δηναιός — long lived masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιά — δηναιός long lived neut nom/voc/acc pl δηναιά̱ , δηναιός long lived fem nom/voc/acc dual δηναιά̱ , δηναιός long lived fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιῶν — δηναιός long lived fem gen pl δηναιός long lived masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιόν — δηναιός long lived masc acc sg δηναιός long lived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιαί — δηναιός long lived fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιοῖσι — δηναιός long lived masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιοί — δηναιός long lived masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιοῦ — δηναιός long lived masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιούς — δηναιός long lived masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηναιᾶς — δηναιός long lived fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”